- Κορακοι
- ΚόρακοιΚόρᾰκοιοἱ Кораки (дружественные духи - φίλιοι δαίμονες - у скифов, якобы соотв. Оресту и Пиладу) Luc.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
-ας — ονοματική κατάληξη της νέας Ελληνικής, η οποία χρησιμοποιείται για τον σχηματισμό αρσενικών πρωτοκλίτων αντί των αρχαίων δευτεροκλίτων σε ος (πρβλ. έγγονας, εύζωνας, κάβουρας, κάπελας, κότσυφας, μάγειρας, Φίλιππας). Ο μεταπλασμός προήλθε κατά τα… … Dictionary of Greek
καλόγερας — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Γεώργιος. Καταγόταν από το Αγρίνιο. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες και τραυματίστηκε στη Ναύπακτο και στην Καλιακούδα. Διακρίθηκε στη μάχη του Πετροχωρίου εναντίον του Αλβανού Τσέλιο Πίτζαρη και ακολούθησε τον Δημήτριο… … Dictionary of Greek
κόρακος — κόρακος, ὁ (Α) 1. είδος εμπλάστρου 2. στον πληθ. οἱ κόρακοι σκυθική λέξη αντί φίλιοι δαίμονες («κοράκους καλεῑσθαι, τοῡτο δέ ἐστιν ἐν τῇ ἡμετέρᾳ φωνῇ ὥσπερ ἂν εἴ τις λέγοι, φίλιοι δαίμονες», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. < κοράξαι, παρ. ρ … Dictionary of Greek
κόρακας — ο γεν. κόρακα και κοράκου, πληθ. κόρακες και κοράκοι 1. το αρπαχτικό πουλί κόρακας. 2. η παροιμία «Kόρακας κοράκου μάτι δε βγάζει» λέγεται για την αλληλεγγύη ανθρώπων του αυτού ποιού. 3. η παροιμία «Aπό κόρακα κρα θα ακούσεις» σημαίνει ότι από… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)